κεραμίδωμα

κεραμίδωμα
το [κεραμιδώνω]
η τοποθέτηση κεραμιδιών σε στέγη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραμίδωμα — το, ατος κάλυψη της στέγης με κεραμίδια: Δεν έχει γίνει ακόμη το κεραμίδωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”